- σαίρω
- (I)Α(μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.)1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου3. διαστέλλω τα χείλη μου4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον», Ιπποκρ.)5. (το ουδ. τής μτχ. παρακμ. ως επίρρ.) σεσηρός και σεσαρόςμε τραβηγμένα τα χείλη («σεσαρὸς γελᾱν», Θεόκρ.)6. φρ. «σεσηρὸς χάσμημα» — λέγεται για μετρική χασμωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].————————(II)Α1. σαρώνω, σκουπίζω2. απορρίπτω μετά από το σκούπισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σαίρω (< σάρ-jω) προέρχεται από έναν ΙΕ τ. *twr-jω (με συριστικοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος tw-, πρβλ. σείω, και αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- με -αρ-), στον οποίο ανάγεται και το ρ. σύρω*, με διαφορετική αντιπροσώπευτση τού -r ως -υρ- (ανάλογη εναλλαγή στην αντιπροσώπευση τού -r- ως -αρ- και -υρ- παρατηρείται πιθ. και στους τ. κυρτός: κάρταλος, σπυρίς: σπάρτον). Κατά μία άποψη, ο τ. *tw-r-jω αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer- «ωθώ, παρακινώ, κουνώ» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. dweran «στρέφω γρήγορα, ανακατεύω», βλ. και λ. οτρύνω). Πιθανολογείται, τέλος, και η σύνδεση τού ρ. σαίρω με τους τ. τύρβη* / σύρβη, τορύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.